Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

τὴν δεξιάν

См. также в других словарях:

  • δεξιός — ά, ό και δεξύς, ιά, ύ (ή δεξής, ιά, ί) και δεξός, ά, ό (AM δεξιός, ά, όν) Ι. 1. (για τα μέλη τού σώματος) αυτός που βρίσκεται στο μισό μέρος όπως χωρίζεται με μια νοητή κάθετη γραμμή από το αριστερό μέρος (στο οποίο ακούγονται οι παλμοί τής… …   Dictionary of Greek

  • Differences between codices Sinaiticus and Vaticanus — Codex Sinaiticus and Codex Vaticanus, two of great uncial codices, representatives of the Alexandrian text type, are considered excellent manuscript witnesses of the text of the New Testament. Most critical editions of the Greek New Testament… …   Wikipedia

  • ORIENS — in veteri historia pro Asiae parte, quae nobis versus Orientem est, forte Parthia, Assyria et Armenia maior. Vide quoque in voce Occidens. Hinc omnia divina et humana Graecos accepisse, unde et vocum plurimarum origines non aliunde arcessendae,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ραπίζω — ῥαπίζω, ΝΜΑ χτυπώ κάποιον με ανοιχτή την παλάμη τού χεριού στο πρόσωπο, χαστουκίζω (α. «ὅστις σε ῥαπίσει ἐπὶ τὴν δεξιὰν σιαγόνα, στρέψον αύτῷ καὶ τὴν ἄλλην», ΚΔ β. «ἐκολάφισαν αὐτὸν οἱ δὲ ἐρράπισαν», ΚΔ) αρχ. 1. χτυπώ κάποιον με ραβδί ή μαστίγιο… …   Dictionary of Greek

  • Harpe (Waffe) — Kronos mit einer Harpe …   Deutsch Wikipedia

  • REUS — Actori oppositus est. Postquam enim privatus civis, qui privati nomen deferre in animo habuit, eum in Ius vocavit, et Praetorem in Foro adiens, dicendi potestate acceptâ, postulavit, ut sibi nomen eius deferre liceret, re impetratâ, nomen detulit …   Hofmann J. Lexicon universale

  • σιαγόνα — η / σιαγών, όνος, ΝΜΑ, και σε πάπ. σεαγών και συαγών, και ιων. τ. σιηγών, Α καθένα από τα οστά τού προσώπου που σχηματίζουν το στόμα και φέρουν τα δόντια, η γνάθος, το σαγόνι νεοελλ. 1. τεχνολ. τα κινητά μέρη σφιγκτήρα, τανάλιας ή λαβίδας που… …   Dictionary of Greek

  • κατακλείω — (AM κατακλείω, Α αττ. τ. κατακλήω και κατακληΐω) 1. κλείνω εντελώς και ασφαλώς, κλείνω ολωσδιόλου («κατακληΐσαντες πάσας τάς... πυλίδας», Ηρόδ.) 2. περιορίζω κάποιον κάπου, αποκλείω κάποιον εξ ολοκλήρου, κάνω πλήρη αποκλεισμό («τοὺς Ἕλληνας...… …   Dictionary of Greek

  • κυνώ — (I) κυνῶ, άω (Α) [κύων] κυνίζω*. (II) κυνῶ, έω (Α) 1. φιλώ, ασπάζομαι («κύσον με καὶ τὴν χεῑρα δὸς τὴν δεξιάν», Αριστοφ.) 2. (για περιστέρια) φιλώ με τη γλώσσα («κυνοῡσι γὰρ ἀλλήλας ὅταν μέλλη ἀναβαίνειν ὁ ἄρρην», Αριστοτ.) 3. προσκυνώ. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • πρόκωπος — η, ο / πρόκωπος, ον, ΝΑ νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο πρόκωπος ναυτ. κωπηλάτης λέμβου ο οποίος κάθεται στην πρώτη από την πλώρη σειρά σέλματος αρχ. 1. αυτός που κρατά ένα ξίφος από τη λαβή 2. έτοιμος, πρόχειρος («ἔχειν πρόκωπον τὴν δεξιάν», Ηρωδιαν.) …   Dictionary of Greek

  • десница — ДЕСНИЦ|А (83), ·Ѣ ( А) с. 1. Правая рука: бл҃говѣрьномѹ михаилѹ не тъкмо ц(с)рьство ѹже ѿложивъшѹ. ˫ако да никого же видить кръвию своѥго пленьною десницею ѡсквьрн˫ающа. (τὴν δεξιάν) ЖФСт XII, 102 об.; да не вѣсть шюища ти. что творить десница ти …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»